ἀντωνυμίας

ἀντωνυμίας
ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία
pronoun
fem acc pl
ἀντωνυμίᾱς , ἀντωνυμία
pronoun
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

  • άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • νω — νώ (Α) (αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. τής επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ… …   Dictionary of Greek

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • τος — (I) Α (κρητ. και θηρ. τ. αιτ. πληθ. τού αρσ. τού άρθρου ο) τούς. (II) τη, το, Ν 1. αδύνατος τύπος τής προσωπικής αντωνυμίας τρίτου προσώπου (α. «άκουσέ τον» β. «τού τό έδωσα» γ. «τής τό έφερα» δ. «τούς είδα» ε. «τίς άκουσα» στ. «τά μύρισα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • АПОЛЛОНИЙ —    • Apollonius,          Άπολλώνιος,        1. А. Родосский, эпический поэт и грамматик из Александрии, современник Птолемеев Эвергета (247 221 гг. до Р. X.) и Филопатора (221 204 гг. до Р. X.), ученик Каллимаха, с которым впоследствии разошелся …   Реальный словарь классических древностей

  • -φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… …   Dictionary of Greek

  • άμμες — ἅμμες (Α) αιολικός και δωρικός τύπος τής αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. τού ἐγώ*) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”